- ουρμπανισμός
- ο1. μαζική κίνηση τού πληθυσμού προς τις πόλεις, αστυφιλία2. καθορισμένη κοινωνική πρακτική προσαρμογής και διευθέτησης τών εδαφικών εκτάσεων τών πόλεων που συνδέεται με την πολεοδομία και περιλαμβάνει τον σχεδιασμό τών προς ανέγερση περιοχών.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. urbanisme (< λατ. urbs, urbis «πόλη»)].
Dictionary of Greek. 2013.